- Ἀναξανδρίδῃ
- Ἀναξανδρίδηςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Δωριεύς ή Δωριέας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γιος του βασιλιά Αναξανδρίδη της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Όταν έγινε βασιλιάς o ετεροθαλής αδελφός του, Κλεομένης, ο Δ. έφυγε από τη Σπάρτη και επιχείρησε να ιδρύσει αποικία στη βόρεια Αφρική, κοντά στη … Dictionary of Greek
Κλεόμβροτος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Κ. A.’ (; – 371 π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (380 371 π.Χ.). Ήταν γιος του βασιλιά Παυσανία και διάδοχος του αδελφού του, Αγησίπολη. Επιχείρησε τρεις εκστρατείες εναντίον της Θήβας, που έληξαν με τη μάχη των… … Dictionary of Greek